- πετροβολάω
- πετροβολάω / πετροβολώ (παρατατ. συνήθως -ούσα), πετροβόλησα βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:πετροβολάω, πετροβολιέμαι : η κλίση κατά το θεωρώ, θεωρούμαι (βλ. πίν. 73
, 74
) δε συνηθίζεται στην κοινή νεοελληνική.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.